- ἡμιρρόπως
- ἡμι-ρρόπως, Adv.A half turning the scale, i.e. lightly, gently, opp. ἀθρόως, Hp.Epid.2.1.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιρρόπως — ἡμιρρόπως (Α) επίρρ. 1. με μισή κλίση 2. μέτρια, ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ημίρροπος ή ημι * + ρρο πως (< ρροπος < ροπή)] … Dictionary of Greek
ἡμιρρόπως — half turning the scale indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek